- στεφανοῦχος
- στεφᾰνοῦχος, ον,A wearing a crown, AP7.88 (D.L.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
στεφανούχος — ον, Α αυτός που φορεί στέφανο. [ΕΤΥΜΟΛ. < στέφανος + οῦχος*] … Dictionary of Greek
στεφανοῦχον — στεφανοῦχος wearing a crown masc/fem acc sg στεφανοῦχος wearing a crown neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-ούχος — (ΑΜ οῡχος) μορφή στην οποία απαντά το ρ. έχω ως β συνθετικό < οοχος με συναίρεση από ονόματα με θεμ. φωνήεν ο (πρβλ. τροπαι ούχος < τρόπαιον, κληρ ούχος < κλήρος, γαλακτ ούχος < γάλα, ακτος). Τα σύνθ. σε ούχος σημαίνουν τον κάτοχο… … Dictionary of Greek